- ξηραντήρας
- οτεχνολ. συσκευή η οποία χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για την ξήρανση διαφόρων χημικών, κυρίως, ουσιών, πρώτων υλών ή και τελικών προϊόντων μιας χημικής αντίδρασης ή διεργασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηραν- τού ξηραίνω, πρβλ. αόρ. ξήραν-α + επίθημα -τήρας (πρβλ. θερμαν-τήρας). Η λ., στον λόγιο τ. ξηραντήρ, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.